καταπορθμίας

καταπορθμίας
καταπορθμίᾱς , καταπορθμίας
an East wind
masc acc pl
καταπορθμίᾱς , καταπορθμίας
an East wind
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταπορθμίας — καταπορθμίας, ὁ (Α) ανατολικός άνεμος που πνέει από τον πορθμό και ειδικώς από τον πορθμό τής σικελικής Μεσσήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατὰ πορθμόν και σχηματισμένο κατά τα ονόματα ανέμων εις ιας (πρβλ. ολυμπ ίας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”